ποιητικοῦ

ποιητικοῦ
ποιητικός
capable of making
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κιτς, Τζον — (John Κeats, Λονδίνο 1795 – Ρώμη 1821). Άγγλος ποιητής. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και η σύντομη ζωή του ήταν γεμάτη κακουχίες. Ήταν μόλις 8 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και 14 όταν πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση, ασθένεια που… …   Dictionary of Greek

  • ORATIO Soluta — metricâ posterior est. Et quidem Pherecydem Atheniensem prosas Orationes condere primum instituisse, Plin. l. 7. c. 56. scribit, quem primum Historiae auctorem alii faciunt: De eodem Strabo, ubi disputat, Poeticam compositionem prosâ oratione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …   Dictionary of Greek

  • έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”